- σαπιολέμονο
- τοσάπιο λεμόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαπιολέμονο — το, Ν 1. σάπιο λεμόνι 2. (κατ επέκτ.) λεμόνι που έχει κοπεί και στυφθεί 3. φρ. «τόν πήραν με τα σαπιολέμονα» τού πέταξαν λεμονόκουπες σε ένδειξη αποδοκιμασίας, τόν αποδοκίμασαν έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπιος + λεμόνι] … Dictionary of Greek
λεμόνι — και λεϊμόνι, το (Μ λεμόνιον) 1. ο ωοειδής κίτρινος καρπός τής λεμονιάς 2. ο χυμός τού λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. λεμόνιον < ιταλ. limone < περσ. lĩmun. Ο τ. λεϊμόνι με ανάπτυξη ι , πιθ. με επίδραση τού αραβ. laymūn. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek